Το ιστολόγιο αυτό έχει στόχο να αναδείξει κρυμμένες ή παρερμηνευμένες αλήθειες της Βίβλου, κάποιες από τις οποίες έρχονται σε αντίθεση με θεμελιώδη Χριστιανικά δόγματα και θρησκευτικές παραδόσεις. Προσωπικά πιστεύω στο Θεό αλλά δεν ακολουθώ καμία θρησκεία ή φιλοσοφία. Δεν είμαι οπαδός κανενός κι ούτε θέλω ν' αποκτήσω οπαδούς. Πρόθεσή μου είναι να δώσω ερεθίσματα στους ανθρώπους για να σκέπτονται κριτικά και να προσεγγίζουν μόνοι τους την αλήθεια χωρίς φόβο. Και η αλήθεια θα τους ελευθερώσει!

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Ο “δούλος του Κυρίου” στη Βίβλο

Τον όρο δούλο του Κυρίου ή “δούλο του Θεού” τον συναντάμε πολλές φορές στη Βίβλο, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.  Ήταν επόμενο, λοιπόν, η Ορθοδοξία να είναι επηρεασμένη απ’ αυτές τις παραδόσεις και στα τελετουργικά των διαφόρων Μυστηρίων της Εκκλησίας ν’ αποκαλεί  τους πιστούς “δούλους” ή “δούλες” του Θεού, ακόμη και αν πρόκειται για βρέφη.
Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου ως “δούλου” σοκάρει στη σημερινή εποχή. Επιπλέον ο όρος “δούλος του Θεού” προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς περί δουλείας σ’ ένα Θεό-αφέντη και Κύριο που απαιτεί από τον πιστό πλήρη και άνευ όρων υποταγή, παραβιάζοντας την ελεύθερη βούλησή του.
Ας μελετήσουμε λοιπόν μερικά εδάφια της Βίβλου, κι ας προσπαθήσουμε  να εμβαθύνουμε στον όρο “δούλος του Κυρίου” με το ερώτημα πώς προέκυψε και τι μπορεί να σημαίνει.
«Και ο Κύριος φάνηκε σ' αυτόν (τον Ισαάκ) εκείνη τη νύχτα, και είπε: Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου· μη φοβάσαι, επειδή εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω, και θα πληθύνω το σπέρμα σου, εξαιτίας του Αβραάμ, του δούλου μου (Γένεσις 26: 24)

 Στο όνειρο ή όραμα αυτό έχουμε τον Κύριο  να εμφανίζεται στον Ισαάκ – προφανώς υπό μορφή αγγέλου, διότι τον Θεό ουδείς είδε ποτέ ούτε δύναται να δει, αφού είναι απρόσωπο Πνεύμα – και ν’ αναφέρεται στον πατέρα του, τον Αβραάμ, ως “δούλο” του. Με άλλα λόγια, ο Αβραάμ, πατριάρχης των Εβραίων, ήταν δούλος του Κυρίου! Γιατί  και πώς συνάγεται άραγε αυτός ο τίτλος; Μήπως ο Αβραάμ υπάκουε πάντα στο θέλημα του Θεού;  Ή μήπως, παρά τις ατέλειές του, ήταν σκεύος εκλογής για να οδηγήσει τον Εβραϊκό λαό στα πεπρωμένα του; Ας δούμε τα επόμενα εδάφια:

«Και όταν ο Άβραμ ήταν 99 χρόνων, ο Κύριος φάνηκε στον Άβραμ, και του είπε: Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας· περπάτα μπροστά μου, και να είσαι τέλειος. Και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα· και θα σε πληθύνω σε υπερβολικό βαθμό.
 Και ο Άβραμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του· και ο Θεός του μίλησε, λέγοντας: Εγώ, δες, η διαθήκη μου είναι σε σένα· και θα γίνεις πατέρας πλήθους εθνών· και δεν θα αποκαλείται πλέον το όνομά σου Άβραμ, αλλά το όνομά σου θα είναι Αβραάμ· επειδή, σε κατέστησα πατέρα πολλών εθνών· (…)
 Και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους, σε μια αιώνια διαθήκη, για να είμαι Θεός σε σένα και στο σπέρμα σου μετά από σένα· και θα δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα, τη γη της παροικίας σου, ολόκληρη τη γη Χαναάν, σε αιώνια κατάσχεση· και θα είμαι ο Θεός τους.» (Γένεσις 17: 1-8)
 Να λοιπόν γιατί ο Αβραάμ αποκαλέστηκε δούλος του Θεού”. Διότι είχε κάποια υψηλή αποστολή να εκπληρώσει. Ποιος του ανέθεσε αυτή την αποστολή; “Ο Θεός ο Παντοκράτορας”, μας λέει η Βίβλος. Εδώ δημιουργείται πάλι η απορία αν αυτός που εμφανίστηκε στον Άβραμ ήταν θεότητα που προσωποποιούσε τη συλλογική συνείδηση του Εβραϊκού έθνους, ή αν ήταν το ίδιο το πνεύμα μέσα του, ο Ανώτερος Εαυτός, ο “Δαίμων” κατά το Σωκράτη, η “Εικόνα του Θεϊκού Ένα” κατά τον Πλωτίνο, που του μιλούσε, παίρνοντας ενδεχομένως τη μορφή φαντάσματος.  Γεγονός πάντως αδιαμφισβήτητο είναι ότι τη στιγμή κατά την οποία ο Άβραμ μετονομάστηκε σε Αβραάμ είχε μια  μοναδική πνευματική εμπειρία που τον μεταμόρφωσε και τον κατέστησε  πατριάρχη του Εβραϊκού λαού και διαμορφωτή της ιστορίας του.
Εκτός από τον Αβραάμ, η Βίβλος αποδίδει τον τίτλο δούλος του Θεού” και στους Ισαάκ και Ιακώβ (μετέπειτα Ισραήλ – Γεν. 32: 28), όπως βλέπουμε στο επόμενο εδάφιο από την προσευχή του Μωυσή.
«Και ο Μωυσής ικέτευσε τον Κύριο τον Θεό του, και είπε: Γιατί, Κύριε, εξάπτεται η οργή σου ενάντια στον λαό σου τον οποίο έβγαλες από τη γη της Αιγύπτου, με μεγάλη δύναμη, και με κραταιό χέρι; (…) Θυμήσου τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, και τον Ισραήλ, τους δούλους σου, προς τους οποίους ορκίστηκες στον εαυτό σου, και τους είπες: Θα πληθύνω το σπέρμα σας σαν τα αστέρια του ουρανού· και όλη αυτή τη γη, για την οποία μίλησα, θα τη δώσω στο σπέρμα σας, και θα την κληρονομήσουν παντοτινά.» (Έξοδος 32: 11, 13)

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι πατριάρχες του εβραϊκού έθνους, μακράν του να είναι άγιοι όπως αποδεικνύεται από διάφορες ιστορίες της Βίβλου, αποκαλούνταν από τον Μωυσή δούλοι του Θεού”, απλά και μόνο διότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του εκλεκτού λαού.

Είναι ενδιαφέρον ότι σε κάποιο σημείο ο Μωυσής, μιλώντας για λογαριασμό του Θεού,  αποκαλεί ολόκληρο το λαό του Ισραήλ δούλους του Θεού”, πράγμα που σημαίνει ότι ο ίδιος πίστευε στον ξεχωριστό ρόλο που ήταν προορισμένος ο εκλεκτός λαός να διαδραματίσει στην ιστορία, ένα ρόλο που του ανέθεσαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και τον συνόδεψαν με πολλές κατάρες, αν ήταν ανυπάκουος στις εντολές του Θεού.
Ιδού το σχετικό εδάφιο: «Επειδή, οι υιοί του Ισραήλ είναι δούλοι σε μένα· δούλοι μου είναι, τους οποίους έβγαλα από τη γη της Αιγύπτου. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας.» (Λευιτικόν, 25:55)

Ωστόσο ο Μωυσής πίστευε ακράδαντα ότι ήταν και ο ίδιος δούλος του Κυρίου, επιφορτισμένος με μια δύσκολη αποστολή να οδηγήσει το λαό του Ισραήλ έξω από την σκλαβιά της Αιγύπτου στη γη της επαγγελίας. Υπήρξαν μάλιστα στιγμές που δυσανασχέτησε διότι το φορτίο που του έδωσε ο Θεός να σηκώσει ήταν πολύ βαρύ. Να μια χαρακτηριστική περίπτωση:
«Και ο Μωυσής είπε στον Κύριο: Γιατί ταλαιπώρησες τον δούλο σου; Και γιατί δεν βρήκα χάρη μπροστά σου, ώστε έβαλες επάνω μου το φορτίο ολόκληρου αυτού του λαού;
Μήπως εγώ συνέλαβα ολόκληρον αυτό τον λαό;  Ή, εγώ τους γέννησα, για να μου λες: Παρ' τον στον κόρφο σου, όπως η τροφός βαστάει το βρέφος που θηλάζει, στη γη που ορκίστηκες στους πατέρες τους;» (Αριθμοί 11: 11-12)

Όλες  οι μεγάλες μορφές της ιστορίας είχαν έντονη την αίσθηση της αποστολής τους, ενός φορτίου που είχαν οικειοθελώς επωμιστεί, και που κάποιοι απέδιδαν στη μοίρα ή το πεπρωμένο τους. Η Βίβλος αποκαλεί  δούλους του Θεού” τους ανθρώπους με έντονη την αίσθηση καθήκοντος και αποστολής,  ή αν θέλετε κλίσης και κλήσης, που μοιάζει με δεσμά από τα οποία κάποιος δε μπορεί να ξεφύγει, δε μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει έξω απ’ αυτά, χωρίς να χάσει τον ίδιο τον εαυτό του.

Το πώς “σφραγίζονται” από τη μοίρα ή το Θεό τέτοιοι άνδρες ή γυναίκες,  και από πού ξεκινάει η προσχώρηση στην υπηρεσία του Θεού, αν δηλαδή είναι κάτι που το επιζητεί πρωταρχικά ο ίδιος ο άνθρωπος, ψιθυρίζοντας στην προσευχή του «ιδού εγώ απόστειλόν με», ή αν η κλήση είναι τόσο έντονη άνωθεν που δε μπορεί να πει “όχι” παρά μόνο με εκφυλιστικές για την προσωπικότητά του συνέπειες, δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Το πιο πιθανό είναι ότι κάποιοι γεννιούνται με ιδιαίτερη κλίση στην υπηρεσία του Θεού (δηλαδή στην υπηρεσία των ανθρώπων, διότι ο Θεός δεν χρειάζεται ούτε υπηρέτες ούτε εξυπηρέτηση), και όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου η “Μοίρα” εκτείνει το χέρι της για να συναντήσει το χέρι του δούλου του Θεού” ώστε να δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα της αποστολής του. Πάντως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλοί οι κλητοί, λίγοι όμως οι εκλεκτοί που θα φέρουν εις πέρας την αποστολή τους.

 Ένας άλλος  μεγάλος άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης που αποκαλείται δούλος του Κυρίου, αν και τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα, ήταν και ο Ιησούς του Ναυή. Όμως είχε διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στο να οδηγήσει το λαό του Ισραήλ στη γη της επαγγελίας μετά το θάνατο του Μωυσή: «Και μετά τα πράγματα ταύτα, ετελεύτησεν Ιησούς ο υιός του Ναυή, ο δούλος του Κυρίου, ηλικίας εκατόν δέκα ετών.» (Ιησούς του Ναυή 24: 29)

Ο προφητάναξ Δαβίδ αυτοαποκαλείται  επίσης δούλος του Κυρίου:
«Δούλος σου είμαι εγώ· συνέτισέ με, και θα γνωρίσω τα μαρτύριά σου.(…)
Γι' αυτό, αγάπησα τα μαρτύριά σου περισσότερο από χρυσάφι, περισσότερο από καθαρό χρυσάφι.
 Γι' αυτό, γνώρισα ορθές όλες τις εντολές σου για κάθε πράγμα· και μίσησα κάθε δρόμο ψευτιάς.» (Ψαλμοί 119: 125-128)

Το ίδιο και ο βασιλιάς Σολομών αυτοαποκαλείται “δούλος του Θεού. Προσευχόμενος  με τα χέρια υψωμένα μπροστά στο θυσιαστήριο, στα εγκαίνια του περίφημου Ναού του Σολομώντα, είχε πει μεταξύ άλλων:

«Αλλά, στ' αλήθεια, θα κατοικήσει ο Θεός επάνω στη γη; Να, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσουν· πόσο λιγότερο αυτός ο οίκος, που έκτισα!
Παρόλα αυτά, επίβλεψε στην προσευχή του δούλου σου, και στη δέησή του, Κύριε Θεέ μου, ώστε να εισακούσεις την κραυγή και τη δέηση, που δέεται σήμερα ο δούλος σου μπροστά σου· για να είναι τα μάτια σου ανοιχτά σ' αυτόν τον οίκο νύχτα και ημέρα, στον τόπο για τον οποίο είπες: Το όνομά μου θα είναι εκεί· για να εισακούς τη δέηση, που ο δούλος σου θα δέεται σε τούτο τον τόπο. Και να εισακούς τη δέηση του δούλου σου, και του λαού σου Ισραήλ, όταν προσεύχονται σε τούτο τον τόπο· και να ακούς εσύ από τον τόπο της κατοίκησής σου, από τον ουρανό· και καθώς ακούς, να γίνεσαι έλεος.» (Α´ Βασιλέων 8: 27-30)

 Πόσο εμπνευσμένα είναι τα λόγια της προσευχής αυτής! Ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να χωρέσουν το Θεό, πόσο λιγότερο ένας χειροποίητος ναός! Παρεμπιπτόντως, ας το ακούσουν αυτό οι θρησκόληπτοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που όταν περνούν έξω από ντουβάρια εκκλησιών σταυροκοπιούνται, λες και ο Θεός είναι κλεισμένος εκεί μέσα…

 Ο όρος δούλος του Θεού συναντάται επίσης και στην Καινή Διαθήκη. Οι Απόστολοι αυτοαποκαλούνταν δούλοι του Κυρίου, προφανώς διότι ένιωθαν δεσμευμένοι στην κλήση να διαδώσουν το Ευαγγέλιο. Να μερικά παραδείγματα:

«Ο Παύλος, δούλος του Θεού, απόστολος δε του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την πίστη των εκλεκτών του Θεού, και την επίγνωση της αλήθειας, που είναι σύμφωνα με την ευσέβεια.» (Προς Τίτον, 1:1)

«Ο Ιάκωβος, δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, προς τις δώδεκα φυλές, που είναι στη διασπορά, χαίρετε.» (Επιστολή Ιακώβου, 1:1)

 Στην Αποκάλυψη ο Ιωάννης αποκαλείται από τον άγγελο σύνδουλός του και σύνδουλος των προφητών. Με άλλα λόγια, όλοι οι προφήτες και οι απόστολοι που είναι επιφορτισμένοι να μεταφέρουν το μήνυμα του Θεού στους ανθρώπους είναι δούλοι του θεού, όπως είναι και οι άγγελοι, και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προσκυνούνται. Ιδού το σχετικό εδάφιο:

«Και εγώ ο Ιωάννης είμαι αυτός που τα είδα αυτά και τα άκουσα· και όταν τα άκουσα και τα είδα, έπεσα να προσκυνήσω μπροστά από τα πόδια τού αγγέλου, που μου τα έδειχνε αυτά. Και μου λέει: Πρόσεχε, μη το κάνεις αυτό· επειδή, εγώ είμαι σύνδουλός σου, και των αδελφών σου των προφητών, κι αυτών που τηρούν τα λόγια αυτού του βιβλίου· τον Θεό προσκύνησε.»  (Αποκάλυψη του Ιωάννη, 22:8-9)

Πώς όμως  ένιωθε ο Ιησούς απέναντι στον Πατέρα; Ένιωθε κι αυτός δούλος; Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά εδάφια:

«Εν τω μεταξύ, όμως, οι μαθητές τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Ραββί, φάε.
Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Εγώ έχω φαγητό να φάω, που εσείς δεν ξέρετε.
Έλεγαν, λοιπόν, οι μαθητές του αναμεταξύ τους: Μήπως του έφερε κάποιος να φάει;
Ο Ιησούς λέει σ’ αυτούς: Το δικό μου φαγητό είναι να πράττω το θέλημα εκείνου που με απέστειλε, και να τελειώσω το έργο του.» (Κατά Ιωάννη 4: 31-34)

Πολύ αποκαλυπτικά είναι τα λόγια αυτά του Ιησού! Όσο απαραίτητο είναι για έναν άνθρωπο το φαγητό ώστε να κρατηθεί στη ζωή, άλλο τόσο απαραίτητο είναι για τον απεσταλμένο του Θεού να κάνει το θέλημα Εκείνου που τον απέστειλε. Δε μπορεί να ζήσει χωρίς να κάνει το θέλημα του Θεού.
Και πώς αποκάλεσε ο Ιησούς όλους εκείνους που, όπως ο ίδιος, κάνουν το θέλημα του Θεού; Μήπως τους αποκάλεσε δούλους του Θεού; Όχι, βέβαια. Ο Ιησούς με την εμπνευσμένη  διδασκαλία του είχε εισαγάγει μια άλλη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ας δούμε το σχετικό εδάφιο:

«Κι ενώ αυτός μιλούσε ακόμα προς τα πλήθη, ξάφνου, η μητέρα και οι αδελφοί του στέκονταν έξω, ζητώντας να του μιλήσουν.
 Και κάποιος του είπε: Δες, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω, ζητώντας να σου μιλήσουν. Κι εκείνος, αποκρινόμενος σ' αυτόν που του το είπε, απάντησε: Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι οι αδελφοί μου;
Κι απλώνοντας το χέρι του προς τους μαθητές του, είπε: Δέστε! Η μητέρα μου και οι αδελφοί μου· επειδή, όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς, αυτός είναι σε μένα αδελφός και αδελφή και μητέρα.» (Κατά Ματθαίον 12: 46-50)

Με άλλα λόγια, όποιος κάνει το θέλημα του θεού είναι αδελφός και αδελφή του Ιησού, δηλαδή υιός και θυγατέρα του Θεού, όπως και ο Ιησούς ήταν υιός του θεού. Βλέπουμε ότι ο Ιησούς δεν χρησιμοποιεί τον όρο δούλος για τους μαθητές του, αν και τον χρησιμοποίησε συχνά  σε παραβολές.   Χαρακτηριστικό είναι και το επόμενο εδάφιο:
«Εσείς είστε φίλοι μου, αν κάνετε όσα εγώ σας παραγγέλλω.
Δεν σας λέω πλέον δούλους, επειδή ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του· εσάς, όμως, σας αποκάλεσα φίλους, επειδή όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, σας τα φανέρωσα.» (Κατά Ιωάννη 15: 14-15)

Φίλους, λοιπόν, αποκαλεί ο Ιησούς όσους κάνουν εκείνα που τους παρήγγειλε,  που ήταν εκείνα τα οποία άκουσε από τον Πατέρα, δηλαδή  από το Πνεύμα του Θεού. Διότι ο Ιησούς δεν έκανε τίποτα αφ’ εαυτού.
 «Δεν μπορώ εγώ να κάνω τίποτε από τον εαυτό μου. Καθώς ακούω, κρίνω· και η δική μου κρίση είναι δίκαιη· επειδή, δεν ζητάω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε.» (Κατά Ιωάννη, 5:30)

 Πάντως, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφερόμενος στην προφητεία του Ησαΐα που επαληθεύτηκε στο πρόσωπο του Ιησού, χρησιμοποιεί τον όρο δούλος:

«Αλλά, ο Ιησούς, όταν το αντιλήφθηκε, αναχώρησε από εκεί· και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη, και τους θεράπευσε όλους.
Και τους παρήγγειλε αυστηρά να μη τον φανερώσουν·
για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Ησαΐα, λέγοντας:
 “Δέστε! Ο δούλος μου, που εξέλεξα, ο αγαπητός μου, στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μου· θα βάλω επάνω του το Πνεύμα μου, και θα εξαγγείλει κρίση στα έθνη”.» (Κατά Ματθαίον 12: 15-18)
 Να λοιπόν που και ο Ιησούς ήταν δούλος του Κυρίου, πάνω στον οποίο ο Θεός έθεσε το Πνεύμα του για να εξαγγείλει κρίση στα έθνη.

 Κοντολογίς, κάθε εκπρόσωπος του Θεού, δηλαδή κάθε κήρυκας της Αλήθειας, της Αγάπης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης που έχει έντονη την αίσθηση αποστολής, νιώθει σαν δούλος, δηλαδή αιχμαλωτισμένος στο έργο που είναι ταγμένος και επιφορτισμένος να κάνει. Και η εθελοντική αυτή “δουλεία” είναι η λύτρωσή του και το φαγητό του. Είναι το οξυγόνο και ο βιότοπός του. Επομένως, το να αποδίδεται ο όρος δούλος του Θεού σε κάθε ανυποψίαστο άνθρωπο που ζει μόνο για τον εαυτό του και την οικογένειά του, ή που δεν πρόφτασε καν να ζήσει πεθαίνοντας ως νήπιο, όπως κάνει η Ορθοδοξία στις τελετουργίες της, είναι και αυθαίρετο και υποκριτικό.